- νοσφίζετο
- νοσφίζομαιimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)νοσφίζωturn awayimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούριος — κούριος, ον (Α) [κούρος (Ι)] νέος, νεανικός («καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος», Ορφ.) … Dictionary of Greek